λεόπαρδος

λεόπαρδος
λεόπαρδος, ου, ὁ (Galen: CMG V 4, 1, 1 p. 86, 15; Anecdota Astrol. [ALudwich, Maximi et Ammonis carmina 1877] p. 122, 2; Theognost.: Anecd. Gr. p. 1394; AcPh 94–101 [Aa II/2, 36–39]; 121 [Aa II/2, 50]; Athanasius, Vi. Anton. 9 vol. I 640) leopard, metaph. for rough soldiers ἐνδεδεμένος (v.l. δεδεμένος) δέκα λεοπάρδοις bound to ten ‘leopards’ IRo 5:1 (the addition of ὅ ἐστι στρατιωτικὸν τάγμα suggests that the language is metaph. here; it is all the more appropriate because Ignatius is being taken as a prisoner to Rome to fight w. wild beasts; but s. DSaddington, JTS 38, ’87, 411f [a ‘cohors’ named Lepidiana]).—DELG.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λεόπαρδος — leopard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεόπαρδος — ο (AM λεόπαρδος) η λεοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + πάρδος είναι εμφανής η επίδραση του λατ. leopardus (pardus «αρσενικός πάνθηρας»), αφού η συνήθης μορφή με την οποία εμφανίζεται ο τ. λέων ως α συνθετικό είναι λεοντο και όχι λεο , ο δε τ. πάρδος …   Dictionary of Greek

  • λεοπάρδοις — λεόπαρδος leopard masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοπάρδου — λεόπαρδος leopard masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοπάρδων — λεόπαρδος leopard masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοπάρδῳ — λεόπαρδος leopard masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεόπαρδε — λεόπαρδος leopard masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεόπαρδον — λεόπαρδος leopard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοπάρδαλη — Κοινή ονομασία του θηλαστικού Panthera pardus, της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Στη νεότερη συστηματική ταξινόμηση ο όρος πάνθηρας δηλώνει γένος διαφόρων ειδών αιλουροειδών, τα οποία παλαιότερα περιλαμβάνονταν στο γένος …   Dictionary of Greek

  • λεοντόπαρδος — λεοντόπαρδος, ὁ (Μ) η λεοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + πάρδος «λεοπάρδαλις». Βλ. και λεόπαρδος] …   Dictionary of Greek

  • λυκόπαρδος — λυκόπαρδος, ὁ (Μ) ο λυκοπάνθηρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + πάρδος (πρβλ. λεόπαρδος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”